skip to Main Content
Γιάννης Τσεκλένης, Reloaded!

Γιάννης Τσεκλένης, Reloaded!

Με αφορμή την αναμόρφωση του Kastelli Resort (υπό το Management Contract της HotelBrain), ο Γιάννης Τσεκλένης «ανακαινίζει» τις απόψεις μας περί αισθητικής, ελληνικού τουρισμού και εγχώριας ξενοδοχειακής βιομηχανίας.

HotelBrain: Είχαμε καιρό να δούμε την αισθητική υπογραφή σας σε κάποιο ξενοδοχειακό project της Σαντορίνης.  Από επιλογή, ή ήταν τυχαίο γεγονός;

Γιάννης Τσεκλένης: Τα τελευταία 20 χρόνια επέλεξα να εγκαταλείψω τη μόδα και να ασχοληθώ με τη μόδα ζωής. Με όλα όσα, δηλαδή, μας περιβάλλουν και περικλείουν τη ζωή μας. Με χώρους – σκηνικά, τα οποία –ανάλογα φυσικά με το σενάριο (βλέπε concept)- θα δημιουργούσαν χαρά, ένταση, απόλαυση, ξεκούραση… Από πολύ μικρός έτρεφα μια μεγάλη αγάπη για τους χώρους . Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι στη διάρκεια των 25 ετών που ήμουν στη μόδα, είχα ασχοληθεί ενεργά με την αισθητική των περισσότερων καταστημάτων μου. Τα χρώματά τους,η ατμόσφαιρα, το επίπεδο του λούσου ή του μη λούσου, το μπρούτο ή μη μπρούτο τους, ήταν θέματα που τα καθόριζα προσωπικά. Ως εκ τούτου η ενασχόλησή μου με το art direction (αυτό το χαρακτηρισμό προτιμώ και όχι του designer) ξενοδοχείων στη Σαντορίνη, ενός νησιού που λατρεύω και στο οποίο διατηρούσα και την εξοχική κατοικία μου μέχρι πρόσφατα, ήταν μια φυσική εξέλιξη. Εδώ έκανα έργα σημαντικά που οφείλω να ομολογήσω πως με σημάδεψαν. Το Zannos Melathron είναι ένα από αυτά. Πρόκειται για ένα project  που μου δημιούργησε τέτοια πρόκληση που δεν μπορούσα εύκολα να το ξεπεράσω. Το αγάπησα πολύ κι έγινε ακριβώς όπως το ήθελα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εκκίνηση της συνεργασίας μου με τον ιδιοκτήτη του τον κο Βαγγέλη Φύτρο, ο οποίος με το χαίρω πολύ, μου ζήτησε επιγραμματικά: «κάνε ένα ξενοδοχείο που δεν ξέρω να φτιάξω». Από εκεί και πέρα υπήρξαν κι άλλες σημαντικές δουλειές. Το εστιατόριο του La Maltese, το Kastelli… Κάποια στιγμή όμως αποφάσισα να απέχω. Κι αυτό γιατί δεν επιθυμούσα να ασχοληθώ με τίποτα που οικοδομείται εξ αρχής. Δεν θα με δείτε ποτέ πίσω από μια νέα οικοδομή στη Σαντορίνη. Αγαπάω την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού. Έχει δύναμη κι αγγίζει την τελειότητα της απόλυτης λειτουργικότητας. Το μόνο που μένει, λοιπόν, να κάνεις σε αυτή την περίπτωση, είναι να επέμβεις παραγωγικά, προσθέτοντας πάνω σ’ αυτή κι όχι αλλοιώνοντάς τη. Είμαι εναντίον όλης αυτής της πανσπερμίας των νέων κτισμάτων στη Σαντορίνη, τα οποία απενοχοποιούνται ως «εκτός τόπου», απλώς προσθέτοντας έναν μικρό θόλο στη στέγη τους.

ΗΒ: Τι αντιπροσωπεύει για εσάς ένα ξενοδοχείο;

Γ.Κ.: Τα ξενοδοχεία είναι ζωντανοί οργανισμοί. Ένας ζωντανός οργανισμός που εναλλασσόμενα υποδέχεται άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Γι αυτό κι όταν ασχολούμαι αισθητικά με ένα ξενοδοχείο, δεν έχω την έπαρση να δημιουργήσω κάτι πρωτότυπο και  απίστευτα εντυπωσιακό, μόνο και μόνο για να τύχει της όποιας προβολής στα μέσα. Όταν φτιάχνεις ένα ξενοδοχείο πρέπει να φτιάξεις κάτι στο οποίο αυτός που μπαίνει πρέπει να νιώσει άμεσα πάρα πολύ όμορφα. Ο Frank Lloyd Wright είχε πει ότι τα αρχιτεκτονήματα που δε συνεργάζονται με το περιβάλλον τους απορρίπτονται. Δεν αφομοιώνονται. Το αρχιτεκτόνημα ενός ξενοδοχείου, αντίστοιχα, πρέπει να συνεργάζεται τόσο με το μέσα όσο και απ΄έξω του. Το μέσα του με το απ’ έξω του πρέπει να έχουν μία σχέση. Όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και σχέση με την κουλτούρα της περιοχής, σχέση με τις προσδοκίες αυτού που έρχεται να περάσει τις διακοπές του, σχέση με τη λειτουργικότητα.

ΗΒ: Πώς κρίνετε την Ελλάδα ως ξενοδοχειακό προορισμό;

Γ.Κ.: Για μένα ηΕλλάδα πρέπει να «καταντήσει» ένας πάρα πολύ ακριβός προορισμός. Χωρίς να ομφαλοσκοπούμε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι ένα μοναδικό δείγμα στον κόσμο, αφού εμπεριέχει περισσότερες από 20 χώρες μέσα σε μία. Θυμάμαι εκείνη την καταπληκτική καμπάνια που είχε κάνει κάποτε ένας φημισμένος διαφημιστής της Αμερικής και η οποία βασίζονταν στο μόττο «Which Greece are you gonna bring back with you this year?».  Η Ελλάδα είναι η ίδια η διαφορετικότητα των τοπίων. Άλλο θα συναντήσεις στο Πήλιο, άλλο στη Χαλκιδική, άλλο στην Επτάνησο, άλλο στις Κυκλάδες. Κι αυτή τη διαφορετικότητα αυτής της χώρας μας νομίζω ότι δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί στρατηγικά. Κοιτάμε μόνο τις αφίξεις. Μα οι αφίξεις στην Ελλάδα αφήνουν 600 ευρώ κατά κεφαλήν το 10ήμερο. Κατά τη γνώμη μου πρέπει, αντίθετα, να μειώσουμε τις αφίξεις και να αυξήσουμε  τις τιμές. Η ξενοδοχία στον τόπο μας έχει πετύχει το σκοπό της. Έχουμε μερικά από τα καλύτερα και ωραιότερα ξενοδοχεία του κόσμου. Μας λείπουν όμως οι υποδομές. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ο  επισκέπτης που πληρώνει πανάκριβα τη διαμονή του σε μια σουίτα της Σαντορίνης, κατά την αναχώρησή του να είναι αναγκασμένος να φάει όλο αυτό το λιοπύρι στην αίθουσα αναμονής του τοπικού αεροδρομίου.

ΗΒ: Εσάς σας αρέσει να μένετε σε ξενοδοχεία;

Γ.Κ.: Τώρα πια όχι ιδιαίτερα. Έχω τελειώσει την περιπλάνησή μου στον κόσμο. Επί περίπου 40 χρόνια γύρισα ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στον κόσμο. Δεν έχω επιθυμία ταξιδιού πια. Προτιμώ να μένω στον τόπο μου και να δουλεύω για την αναβάθμιση της εικόνας του. Γι αυτό ασχολήθηκα  και με την αισθητική όλων των μέσων μεταφοράς. Όχι για να βγάλω χρήματα, αλλά για να κερδίσουμε όλοι εικόνες. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα ακόμα και μέσα σε όλες αυτές τις αποτρόπαιες καθημερινές σκηνές, να βλέπεις ξαφνικά να περνάει από μπροστά σου ένα απαστράπτον τρόλεϊ. Μας φτιάχνει τη διάθεση, μας δίνει χαρά – έστω και υποσυνείδητα.

ΗΒ: Κλείνοντας, θα θέλατε να μας πείτε ποια μελλοντικά projects περιλαμβάνονται στην ατζέντα σας;

Γ.Κ.: Έχοντας ολοκληρώσει το μεγαλεπίβολο project της δημιουργίας των κελιών στην Τήνο, που μεταμορφώθηκαν σε 19 κατοικίες – υπόδειξη του πώς μπορείς να αναπτύξεις τα  μνημειακά κελιά και να τα προσαρμόσεις στη νόρμα της σύγχρονης ζωής, κι έχοντας δικαιωθεί από το αποτέλεσμα της πρόσφατης δουλειάς μου σε μία κατοικία στην Έξω Γωνιά της Σαντορίνης, αυτή τη στιγμή και με πολύ ενδιαφέρον ασχολούμαι με την αναμόρφωση του Kastelli Resort, στο οποίο επιστρέφω μετά από 10 χρόνια.

ΗΒ: Ποιες αλλαγές μας επιφυλλάσσει η αναμόρφωση του Kastelli Resort;

Γ.Κ.: Ανανεώνουμε τα «δωμάτια της παραλίας» όπως αποκαλώ εγώ τα δωμάτια που βλέπουν στην πισίνα. Φτιάχνουμε καινούργια μπάνια με χρωματιστά πατητά κονιάματα που θα δίνουν γήινη και σαντορινιά αίσθηση, ομαλοποιούμε και μεγαλώνουμε τη reception, «ενεργοποιώντας» της μια βεράντα που μέχρι σήμερα δεν χρησιμοποιούνταν και ετοιμάζουμε μια ωραία πύλη στην εξωτερική είσοδο του ξενοδοχείου. Παράλληλα, εκτρέπουμε την είσοδο και μισοκρύβουμε τη θέα του γκαζόν με τις φυστικές, δημιουργώντας  μια πιο ατμοσφαιρική  πρώτη εντύπωση στον επισκέπτη. Ταυτόχρονα αναμορφώνουμε την… πλατεία της πισίνας προσθέτοντας μια μεγάλη πέργκολα που θα κάνει πιο βιώσιμο και λειτουργικό το χώρο του μπαρ, ενώ την ίδια ώρα βελτιώνουμε τους χώρους των υπαίθριων Jacuzzi.

HB: Και αυτή τη φορά επιμένετε στην παραδοσιακή σαντορινιά αισθητική;

Γ.Κ.: Ναι, δεν έχω λόγο στη Σαντορίνη να χρησιμοποιήσω το contemporary design. Να κάνω ένα αστικό ξενοδοχείο τότε ναι, το καταλαβαίνω. Εδώ όμως, γιατί; Ο άνθρωπος που έρχεται εδώ πρέπει να ξέρει πως ξυπνάει στη Σαντορίνη και σε κανένα άλλο σημείο του πλανήτη. Αυτή είναι για μένα η πραγματική πρόκληση.

Back To Top